- ἐϋψήφις
- ἐϋψήφις, ῑδος, ὁ, ἡ,A with many pebbles, shingly, Nonn.D.10.163.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋψήφις — ἐϋψήφις, ιδος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει πολλές ή καλές ψηφίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < εΰς + ψηφίς (< ψήφος «χαλίκι»)] … Dictionary of Greek
ἐυψήφιδα — ἐυψήφις with many pebbles fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυψήφιδι — ἐυψήφις with many pebbles fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)